Οι δραματικές αλλαγές στο τοπίο και την άγρια ζωή, ο κίνδυνος διαβρώσεων του εδάφους και οι αυξημένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είναι κάποιες από τις επιπτώσεις των πυρκαγιών. Προσεκτικά πρέπει να γίνουν οι αναδασώσεις.
«Σε ζητήματα όπως η διάβρωση στις καμένες περιοχές δεν έχουμε ξεκάθαρη άποψη» λέει ο Πάουλο Μπαρμπόσα του Ινστιτούτου της Κομισιόν για τη βιωσιμότητα και το περιβάλλον. «Γνωρίζουμε ότι όταν συμβαίνουν μεγάλες φωτιές και ακολουθούν έντονες βροχές έχουμε απώλειες εδαφών και διαβρώσεις, αλλά αν μιλάμε για χαμηλή βλάστηση αυτή μπορεί να επανέλθει σε 3 με 4 χρόνια στις συνθήκες πριν τη φωτιά. Όμως τα δάση μπορούν να επανέλθουν σε 10, 20 ακόμα και 40 χρόνια.»
Δάση σε πολλές περιοχές της Μεσογείου έχουν εξελιχθεί έτσι ώστε να αντέχουν τη φωτιά που την έχουν υποστεί και στο παρελθόν, αλλά οι οικολογικές συνέπειες εξαρτώνται και από τις θερμοκρασίες που αναπτύσσονται στη φωτιά και από το αν αυτή έχει κάψει και τα ριζικά συστήματα των δέντρων ή όχι.
Σε κάποιες μεσογειακές χώρες οι συνέπειες έχουν πολλαπλασιαστεί από μεγάλες εκτάσεις που φιλοξενούν εύφλεκτα είδη, όπως κωνοφόρα και ευκαλύπτους.
Η Παγκόσμια Ένωση Προστασίας (World Conservation Union (IUCN) σκοπεύει να «εστιάσει την προσπάθεια της σε προστατευόμενες περιοχές και εθνικά πάρκα κι αυτό που είναι το πιο σημαντικό δεν είναι η αποκατάσταση του οικοσυστήματος αλλά και των παροχών του οικοσυστήματος που είναι σημαντικές για τους ανθρώπους» λέει ο Τάμας Μαργκέσκου, περιφερειακός διευθυντής για την Ευρώπη. Για παράδειγμα οι πηγές νερού.
Οι πυρκαγιές αντιπροσωπεύουν και μια ευκαιρία όπως και απειλή. Η ευκαιρία έχει να κάνει με την αναδάσωση. Λαμβάνοντας υπόψη και την κλιματική αλλαγή, δέντρα ευάλωτα στη φωτιά και την ξηρασία μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα είδη πιο ανθεκτικά στις φλόγες και με λιγότερες απαιτήσεις για νερό. Ένα οικοσύστημα άλλωστε, λέει ο Μαργκέσκου, δεν είναι κάτι «παγωμένο». Κινείται σε κάποια κατεύθυνση και πάντα συμβαίνουν αλλαγές στα είδη. Σκοπεύουμε να υποστηρίξουμε αυτή τη προσαρμογή ώστε να μην επέλθει κατάρρευση του οικοσυστήματος με την κλιματική αλλαγή».
Οι πυρκαγιές στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν από ένα συνδυασμό ανθρώπων που ήθελαν να τις βάλουν (εμπρηστών) και μετεωρολογικών συνθηκών που βοηθούν τις αναφλέξεις και την εξάπλωση. Όπως και στην Ισπανία και τη Πορτογαλία το 2003, υψηλές θερμοκρασίες, χαμηλή υγρασία και δυνατοί άνεμοι δημιούργησαν και ενίσχυσαν τις φωτιές.
Υπολογίζεται πως στη περιοχή της Μεσογείου κάθε χρόνο χάνονται περίπου 4,5 εκατομμύρια στρέμματα δάσους κατά μέσο όρο, αλλά μεγάλες είναι και οι εκτάσεις που αναδασώνονται. Μόνο στην Ισπανία προστίθενται κάθε χρόνο 3 εκ. στρέμματα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο όμως, η απώλεια δασών και η αλλαγή στη χρήση γης είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες (ο δεύτερος σημαντικότερος μετά τη καϊσί ορυκτών καυσίμων για την Διακυβερνητική για τις κλιματικές αλλαγές) για τις αυξημένες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Πηγή: BBC
Η αποκατάσταση δασών στις μεσογειακές περιοχές είναι σχεδόν αδύνατη.
Τον Αύγουστο του 2000, μετά την μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Σάμο, έφθασε επί τόπου μια ομάδα επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο του Μύνστερ για να μελετήσει τις δυνατότητες αποτροπής καταστροφικών πυρκαγιών.
Η μελέτη των τριών επιστημόνων Γιούργκεν Έντενφελντ, Γεράσιμου Κατσαρού και Ματίας Ρέμερτ υπό την εποπτεία του Κάι Πάγκενκοπφ δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά και προτείνει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα προστασίας, διατήρησης και αποκατάστασης του οικοσυστήματος.
Ο επικεφαλής του προγράμματος Κάι Πάγκενκοπφ, ειδικός στην οικολογία του τοπίου, εκτιμά ότι οι επιπτώσεις της τότε πυρκαγιάς της Σάμου είναι συγκρίσιμες με τις σημερινές στην Πελοπόννησο και την Εύβοια: «Οι συνέπειες θα είναι ασφαλώς παρόμοιες. Διαπιστώσαμε τότε, και θα διαπιστωθεί και σε αυτές τις πυρκαγιές, σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο οικονομικοκοινωνικό, όσο και στο οικολογικό επίπεδο. Οι συνέπειες για τους ελαιοπαραγωγούς και τους αμπελουργούς θα είναι σοβαρές έως και τραγικές.»
Στο ερώτημα πόσα χρόνια χρειάζεται για να αποκατασταθεί ένα οικοσύστημα που αποτελείται κυρίως από πεύκα, κυπαρίσσια, ελαιώνες και αμπέλια, ο Γερμανός ειδικός διευκρίνισε: «Βεβαίως εξαρτάται από την τοπογραφία, αλλά ισχύει πάντα ότι εάν εξαφανιστεί ένα δάσος από πυρκαγιά, είναι δύσκολο να αποκατασταθεί το ίδιο ακριβώς στον ίδιο χώρο. Και αυτό διότι κάθε δάσος δημιουργεί το μικροκλίμα του, έχει τη δική του συμπεριφορά στο έδαφος και στο υπέδαφος. Εάν λοιπόν καταστραφεί αυτό το μικροκλίμα είναι πολύ δύσκολη η αποκατάστασή του.»
Δύσκολη αποκατάσταση σημαίνει σύμφωνα με την εμπειρία του Γερμανού ειδικού επιστήμονα: «Παρατηρήσαμε επανειλημμένα στις μεσογειακές περιοχές ότι εκεί που παλαιότερα υπήρχε δάσος, μετά από φωτιές δεν αναπτύσσονται παρά μόνον πόες, θάμνοι και φρύγανα. Επιπλέον οι κατεστραμμένες από τις πυρκαγιές αγροτικές καλλιέργειες είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Π.χ. οι καμένοι ελαιώνες είναι δυνατόν, ασφαλώς κατά περίπτωση, να ξαναδώσουν καρπό μόνον μετά από 20 ή 25 χρόνια. Κάτι που είναι για την αγροτική οικονομία και κυρίως για τους αγρότες που καλλιεργούν ελιές μεγάλη καταστροφή, διότι τουλάχιστον επί μια δεκαετία δεν θα έχουν καθόλου εισοδήματα από τους ελαιώνες.»
Το πρόγραμμα των Γερμανών επιστημόνων για τη Σάμο όχι μόνον εφαρμόστηκε σε στενή συνεργασία με την οικεία νομαρχία, αλλά και συνεχίζεται. Ο Γερμανός ειδικός Κάι Πάγκενκοπφ, μας διαβεβαίωσε ότι τα σημαντικότερα στοιχεία του προγράμματός τους για τη Σάμο μπορούν, αφού προσαρμοστούν αναλόγως στη συγκεκριμένη τοπογραφία, να βοηθήσουν και την Πελοπόννησο και την Εύβοια.
Βασικοί άξονες του προγράμματος ήταν και είναι: η προστασία από τη διάβρωση του εδάφους, η αποκατάσταση των καλλιεργημένων εκτάσεων, η ενίσχυση των υδάτινων πόρων, η διαχείριση του λιβαδικού τοπίου, η δημιουργία παρατηρητηρίων σε δάση, ελαιώνες και καλλιεργημένες περιοχές, η δημιουργία εθελοντικής πυροσβεστικής, το σχέδιο πυρκαγιάς και εκτάκτου ανάγκης για την περιοχή, η πλήρης χαρτογράφηση της περιοχής και τέλος η παροχή σύγχρονων χαρτών στους πυροσβέστες.